Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θραυπίς — a small bird fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραυπίδα — η (Α θραυπίς) μικρό στρουθιόμορφο πτηνό. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek